- παράβυστον
- το :εν κρύπτω και παραβύστω в глубочайшей тайне, в атмосфере большой секретности
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παράβυστον — παράβυστος stuffed masc/fem acc sg παράβυστος stuffed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Парабист — • Παράβυστον, см. Δικαστήριον, Дикастерий … Реальный словарь классических древностей
παράβυστος — ο / παράβυστος, ον, ΝΜΑ [παραβύω] φρ. «εν κρυπτῴ καὶ παραβύστῳ» σε απόμερο τόπο, σε απόκρυφο μέρος, κρυφά, μυστικά αρχ. 1. αυτός που πηγαίνει κάπου χωρίς να έχει προσκληθεί, που παρεμβαίνει κάπου αυτόκλητος, που χώνεται κάπου με δική του… … Dictionary of Greek